διαιρετός

διαιρετός
διαιρ-ετός, ή, όν (ός, όν S.Tr.163),
A divided, separated, opp. σύνθετος, X.Cyr.4.3.20; δ. τυραννίδες, of extreme oligarchies and pure democracies, Arist.Pol.1312b37.
b having divisions,

ἀμφορεῖς Id.Ath.68.3

.
2 divisible, Parm.8.22;

πᾶν συνεχὲς δ. εἰς ἀεὶ διαιρετά Arist.Ph.231b16

, cf.EN1106a26; opp. ἀδιαίρετος, Id.APo. 92a23;

δ. ψυχή Id.de An.411b27

;

δ. πλοῖα

which can be taken to pieces,

D.S.2.16

. Adv.

-τῶς Dam.Pr.174

.
II divided, distributed, μοῖραν γῆς διαιρετὸν νέμειν S.l.c.
III distinguishable, τύχας οὐ λόγῳ δ. not to be determined by argument, Th.1.84.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαιρετός — divided masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετός — ή, ό (AM διαιρετός, ή, όν) [διαιρώ] 1. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί ή να κατατμηθεί 2. το ουδ. ως ουσ. το διαιρετόν η διαιρετότητα αρχ. 1. αυτός που έχει διαιρεθεί, ο χωρισμένος σε μέρη 2. ο διαμοιρασμένος, ο διανεμημένος 3. ο ευδιάκριτος νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • διαιρετός — ή, ό αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, να χωρισθεί: Άρτιοι ονομάζονται οι αριθμοί που είναι διαιρετοί με το δύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιρετά — διαιρετός divided neut nom/voc/acc pl διαιρετά̱ , διαιρετός divided fem nom/voc/acc dual διαιρετά̱ , διαιρετός divided fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετόν — διαιρετός divided masc acc sg διαιρετός divided neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρεταῖς — διαιρετός divided fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρεταί — διαιρετός divided fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετοῖς — διαιρετός divided masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετοί — διαιρετός divided masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετοῦ — διαιρετός divided masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετούς — διαιρετός divided masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”